- ἀτρεής
- ἀτρεής, ές,A = ἄτρεστος: acc. ἀτρέα for ἀτρεέα, Euph.125; also, not to be feared, pl., ἀτρεῖες (for ἀτρεέες)
ἀνάγκαι IG14.1389i
i 18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνάγκαι IG14.1389i
i 18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατρεής — ἀτρεής, ές (Α) [τρέω] 1. ο άφοθος 2. εκείνος που δεν προκαλεί φόβο … Dictionary of Greek
ἀτρεής — not to be feared masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρείων — ἀτρεής not to be feared masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)